- αμετάκλιτος
- ἀμετάκλιτος, -ον (Μ) [μετακλίνω]άκαμπτος, σταθερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετάκλιτον — ἀμετάκλιτος inflexible masc/fem acc sg ἀμετάκλιτος inflexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάκλιτοι — ἀμετάκλιτος inflexible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)